- νηστικάτα
- επίρρ., χωρίς προηγουμένως να φάει κανείς: Μην καπνίζεις νηστικάτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νηστικάτα — επίρρ. χωρίς φαγητό («πίνει ένα ποτήρι κρασί νηστικάτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + επιρρμ. κατάλ. άτα μέσω ενός *νηστικάτος (πρβλ. σταρ άτα, τσεκουρ άτα)] … Dictionary of Greek